κλέμμ'

κλέμμ'
κλέμμα , κλέμμα
thing stolen
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλέμμα — κλέμμα, τὸ (AM) [κλέπτω] αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.) αρχ. 1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ ἐμόν», Αριστοφ.) 2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”